κλεῖτ'

κλεῖτ'
κλειτά , κλειτός
renowned
neut nom/voc/acc pl
κλειτά̱ , κλειτός
renowned
fem nom/voc/acc dual
κλειτά̱ , κλειτός
renowned
fem nom/voc sg (doric aeolic)
κλειτέ , κλειτός
renowned
masc voc sg
κλειταί , κλειτός
renowned
fem nom/voc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • Κλεῖτ' — Κλεῖται , Κλείτη fem nom/voc pl Κλεῖτε , Κλεῖτος masc voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προτροπή — η, ΝΜΑ [προτρέπω] 1. παρόρμηση, παρακίνηση (α. «οι προτροπές της δεν είχαν απήχηση» β. «ἡ Σωκράτους προτροπὴ ἡμῶν ἐπ ἀρετὴν», Κλειτ.) αρχ. 1. επείγουσα πρόσκληση («κατὰ τὴν προτροπὴν τῆς βουλῆς», πάπ.) 2. αυθόρμητη παρώθηση 3. απωστική δύναμη 4.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”